Dictionary of Greek. 2013.
ἀκέσμιον — ἀκέσμιος curable masc/fem acc sg ἀκέσμιος curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεσμός — ἀκεσμός, ο (Α) θεραπεία, γιατριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσμιος] … Dictionary of Greek